Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Διάφορες Κριτικές για τα βιβλία Νεκτάριου Κατσόγιανου


 Οδωνυμικά των Τρικάλων -ονόματα οδών & πλατειών, τόμος Β΄ Τρίκαλα 2012, σσ. 256. 
Οι δρόμοι των Τρικάλων και η ιστορία τους
ΑΘΗΝΑ 31/05/2012

Ο Τρικαλινός ερευνητής Νεκτάριος Κατσόγιαννος κυκλοφόρησε πρόσφατα τα«Οδωνυμικά των Τρικάλων», όπου καταγράφει την ιστορία της πόλης μέσα από τα ονόματα των δρόμων της.
Επί σειρά ετών μελέτησε διάφορες εγκυκλοπαίδειες και λεξικά, πήρε πληροφορίες από στρατιωτικές υπηρεσίες, το μικρό και ελλιπές αρχείο του Δήμου Τρικκαίων και τους δύο τόμους με τα ονόματα των οδών του Δήμου Αθηνών και αναζήτησε συμπληρωματικά στοιχεία από συμπολίτες, που συγγενικά πρόσωπα αυτών τιμήθηκαν από το Δημοτικό Συμβούλιο δίνοντας τ' όνομα τους σε κάποιους δρόμους.
Η καθιέρωση της ονοματοθεσίας και η αρίθμηση των οικιών δεν έχει σκοπό μόνο την εξυπηρέτηση των διαφόρων υπηρεσιών, αλλά και την απόδοση τιμής σε ορισμένα πρόσωπα, που με την προσφορά τους ωφέλησαν την κοινωνία, το Έθνος και ορισμένες φορές και τον κόσμο ολόκληρο.
«Για την καθιέρωση των ονομάτων θα πρέπει να είναι γνωστά τα ιστορικά στοιχεία και να κρίνονται με αυστηρά κριτήρια, διότι πέρα από την τιμή που τους γίνεται, αποτελεί και έμμεσα μία παρότρυνση προς παραδειγματισμό» εξηγεί ο ερευνητής.
Όπως λέει, δεν είναι εύκολο να γνωρίζουν το πώς και το γιατί ένας δρόμος πήρε το όνομα του. Κατά το παρελθόν, αλλά και τώρα τελευταία ακόμα, με αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, δρόμοι κεντρικοί άλλαζαν κατά διαστήματα τις ονοματοθεσίες, με συνέπεια να δημιουργούνται προβλήματα.
Επίσης, ορισμένοι είναι «τεμαχισμένοι» με πολλά ονόματα, όπως η παραποτάμια οδός που αρχίζει από την κεντρική γέφυρα και καταλήγει στη γέφυρα Τρικκαίογλου.
Στο βιβλίο του κ. Κατσόγιαννου περιλαμβάνονται όλοι οι δρόμοι του παλιού και του νέου σχεδίου της πόλης, από τα Αλώνια της Μπάρας, μέχρι τα Αμπελάκια και από το Δέλτα Δαρίσης μέχρι το Δέλτα Καλαμπάκας. 

«Η χρησιμοποίηση για πολλά χρόνια ενός ονόματος σε δρόμο ή σε πλατεία γίνεται αιτία να μην υιοθετείται εύκολα ένα νέο όνομα, ακόμα και με την αλλαγή της πινακίδας, που έγινε με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Στην Αθήνα π.χ. η οδός Ελ. Βενιζέλου εξακολουθεί να λέγεται Πανεπιστημίου, η Παναγή Τσαλδάρη, Πειραιώς κ.ά. Και στην πόλη των Τρικάλων έχουμε τέτοιες περιπτώσεις π.χ. η πλατεία Μακαρίου είναι γνωστή ως «Δεσποτικού», η Εθνικής Αντίστασης ως Κιτριλάκη, η οδός Βενιζέλου ως Άρεως, η Τσιτσάνη ως Λαρίσης κ.ά.» σημειώνει ο ερευνητής.
Στο πρώτο ανάλογο βιβλίο, που κυκλοφόρησε το 1995, κατέγραψε το μητρώο των παλιών οδών της πόλης των Τρικάλων, που είχαν δοθεί για πρώτη φορά μετά το 1907. Η παρούσα μελέτη αφορά κι αυτή το μητρώο των νέων οδών που προέκυψαν με τη νέα επέκταση του σχεδίου πόλεως.
Ένα μέρος ανήκει στους λεγόμενους «παράνομους» δρόμους, που δημιουργήθηκαν κατά την μεταπολεμική περίοδο. Και για τις νέες ονοματοθεσίες χρησιμοποιήθηκαν ονόματα από εξέχουσες προσωπικότητες της ιστορίας, του αθλητισμού, ως επίσης ονόματα προσώπων από την πόλη και τον νομό Τρικάλων που διακρίθηκαν για τις κοινωνικές και πολιτιστικές τους δραστηριότητες.
Τέλος, στον κατάλογο των ονοματοθεσιών περιλαμβάνονται και γεωγραφικά στοιχεία της πατρίδας μας.
Πρωτοπόρος ο Βόλος
Σύμφωνα με τον κ. Κατσόγιαννο, από τις θεσσαλικές πόλεις, πρώτος ο Βόλος το 1882 καθιέρωσε τις ονοματοθεσίες στους δρόμους. Τα Τρίκαλα, προ της απελευθερώσεως, αλλά και για αρκετά χρόνια μετά, ήταν μία πόλη με ακανόνιστα και στενά δρομάκια, χωρίς καμία ονοματοθεσία στους δρόμους.
Με το πρώτο σχέδιο του 1885, από τον τότε μηχανικό του Δήμου Μένανδρο Ποτέσσαρο, αρχίζουν σιγά - σιγά να δημιουργούνται τα πρώτα οικοδομικά τετράγωνα, περιμετρικά της σημερινής κεντρικής πλατείας.
Τα Τρίκαλα τότε ήταν μία μικρή πόλη με πληθυσμό 10.000 - 12.000 κατοίκους, με σπίτια με έναν ή δύο ορόφους, όπου ο ένας γνώριζε τον άλλον.
Ήταν διαιρημένη σε πολλές μικρές συνοικίες, με ονομασίες, άλλες ελληνικές και άλλες τουρκικές, όπως: Καραγάτσι ή Μπάρα, Αγίου Αθανασίου, Κεραμαριά, Εβραίικα, Τρία Χάνια, Παλιο-σάραγο, Τέσσερα Κανάλια, Βαρούσι, με τις υποδιαιρέσεις, Αγία Φανερωμένη, Αγία Επίσκεψη, Αγία Παρασκευή και Αγία Μαρίνα, Γύφτικα, Τουραχάν Βέη ή Παζάρ τζαμί, Μπένοβα Σοκάκι ή Αραπάτικα, Ξυλάδικα, Αστάρ Τσαούση ή Καραμανλή, Κουτσομύλια, Κουρσούμ Τζαμί ή Αγίου Κων/νου, Αράπ μαχαλά, Σαράγια, Αλήκαρα, Μεχμέτ Αγά, Βουβή, Τσανακτσίδικα ή Βουλγάρικα, Τρανά Μνήματα και Τρικκαίογλου.
Τα γράμματα, συνήθως, τα άφηναν στο παντοπωλείο ή στον φούρνο της γειτονιάς. Στα τότε συμβόλαια που γίνονταν, αλλά και στις ανακοινώσεις και διαφημίσεις των εφημερίδων για πωλήσεις, αγορές και πλειστηριασμούς, ανέφεραν κάποια συνοικία ή τοποθεσία κάποιου επαγγέλματος ή ένα γνωστό κατάστημα, φαρμακείο, αρτοποιείο κ.ά.
Με τη χαραυγή του 20ού αιώνα, το κεντρικό τμήμα της πόλεως είχε ρυμοτομηθεί και αποκτήσει σύγχρονους δρόμους, με ωραία καταστήματα και σπίτια. Οι απαιτήσεις του κόσμου και οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες για την καλύτερη εξυπηρέτηση των διαφόρων υπηρεσιών επέβαλαν να δοθούν ονόματα σε πολλούς δρόμους και ορισμένες πλατείες.
Ύστερα από πολλές συζητήσεις και αναβολές, τελικά το 1907, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, ορίζεται επιτροπή με πρόεδρο τον τότε δημοτικό σύμβολο, λογοτέχνη και συγγραφέα Δημ. Φωτάκη για την ονοματοθεσία των οδών.
Για τα παραπάνω, η εφημερίδα «Αναγέννησις» στο φύλλο της 27-1-1907, σε σχόλιό της γράφει: «Το ζήτημα της ονομασίας των οδών φαίνεται ότι οριστικώς πλέον άρχισε να εισέρχεται εις το στάδιον της περατώσεως του».
Λίγους μήνες αργότερα, ο κατάλογος με τα ονόματα των οδών υποβάλλεται στη Νομαρχία, τον οποίον εγκρίνει και τον επιστρέφει για εφαρμογή.
Κι ενώ δόθηκαν τα ονόματα στους δρόμους, θα περάσουν πάνω από σαράντα χρόνια για να τοποθετηθούν οι πρώτοι αριθμοί, τόσο στα σπίτια όσο και στα καταστήματα. Ήταν κακογραμμένοι, κι αυτό το σχολίασαν οι τότε εφημερίδες.
Να τι μας λέει πάλι η ίδια εφημερίδα για την παραπάνω κακογουστιά στο φύλλο της 24-9-1949:
«Αξιέπαινη η ενέργεια της δημοτικής μας αρχής να αριθμήσει τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλεως. Έστω και αργά, έπρεπε να γίνει. Πράγμα, που και πολλούς διευκολύνει στην ανεύρεση κάποιου σπιτιού ή καταστήματος, αλλά και γενικά στην πόλη δίνει τον τίτλο προοδευμένης και. συγχρονισμένης πόλεως. Οι αριθμοί όμως αυτοί - όπως κρίνουν πολλοί συμπολίτες - θα μπορούσαν με μία καλλίτερη επίβλεψη και φροντίδα να ήταν πιο καλαισθητικοί, πιο καλογραμμένοι».
Στις τότε διαφημίσεις των εφημερίδων αναγράφονταν μόνο ο δρόμος, αλλά προς διευκόλυνση και τον καλύτερο εντοπισμό, ανέφεραν συμπληρωματικά, και κάποιο άλλο στοιχείο που ήταν γνωστό στους περισσότερους.
Το 1960, με διαταγή της Νομαρχίας δίνεται εντολή να ολοκληρωθεί η ονοματοθεσία των οδών και πλατειών καθώς και η αρίθμηση. Λίγους μήνες αργότερα, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, καταρτίστηκε μία κατάσταση με τα ονόματα όλων των οδών. Επειδή, όμως, δεν είχε γίνει ακόμη η διάνοιξη πολλών δρόμων, τόσο η αρχή μίας οδού όσο και το τέλος της αναφερόταν με τα ονόματα των σπιτιών.
Στα χρόνια της Δικτατορίας (1967-1974), γίνεται μία γενική τοποθέτηση πινακίδων στους δρόμους, σε σημεία που δεν υπήρχαν ή είχαν καταστραφεί.
Όλα αυτά τα χρόνια, με τη μεγάλη ανοικοδόμηση της πόλης, πάρα πολλές πινακίδες είχαν καταστραφεί, γι' αυτό ο Δήμος το 1988, με δικά του συνεργεία τοποθετεί νέες καλαίσθητες πινακίδες, δύο σε κάθε διασταύρωση.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1993, προβαίνει σε νέα από την αρχή αρίθμηση όλης της πόλεως, διότι υπήρχε μεγάλη ακαταστασία.
Με την επέκταση του σχεδίου πόλεως και στα εκτός σχεδίου (παράνομα), με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, ορίσθηκε επιτροπή από δημοτικούς συμβούλους, για να επιμεληθούν τις νέες ονοματοθεσίες. Με νέα απόφαση του, ορίζεται νέα επιτροπή για την συμπλήρωση των ονοματοθεσιών.
Μία ιστορία πίσω από κάθε όνομα δρόμου
Ένα από τα εκατοντάδες παραδείγματα που αναφέρεται σε πρόσωπα που με την προσφορά τους ωφέλησαν την κοινωνία, και το οποίο υπάρχει σε οδό στα Τρίκαλα είναι και του Λεωνίδα Μακρή.
Για το πρόσωπο αυτό, ο ερευνητής αναφέρει τα παρακάτω:
«Ο ιατρός Λεωνίδας Μακρής, γιος του Κώστα και της Γιαννούλας Μακρή, γεννήθηκε το 1897 στην Αθαμανία (Μουτσιάρα) Ασπροποτάμου και απεβίωσε το 1977 στα Τρίκαλα, την πόλη όπου έζησε και δραστηριοποιήθηκε.
Σε ηλικία 22 ετών (το 1919) είχε αποφοιτήσει από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με βαθμό 'άριστα'. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Κριμαίας και στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας ως έφεδρος ανθυπίατρος. Τραυματίστηκε βαριά κατά την προέλαση προς τον Σαγγάριο ποταμό.
Για τη στρατιωτική του δράση προήχθη σε υπίατρο και τιμήθηκε με το «Αριστείο Ανδρείας» και άλλες στρατιωτικές διακρίσεις. Με την αποθεραπεία του τραύματος του κατατάχθηκε στην στρατιά του Έβρου. Έλαβε μέρος στον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο (1940-41) ως Διευθυντής υγειονομικών υπηρεσιών.
Στην περίοδο της Κατοχής μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και άλλων διεθνών οργανώσεων βοήθησε αποφασιστικά τον πάσχοντα πληθυσμό της περιοχής των Τρικάλων.
Υπήρξε πολυσχιδής προσωπικότητα με πολύπλευρη δραστηριότητα στην πόλη και την περιοχή των Τρικάλων.
Άσκησε το ιατρικό επάγγελμα με αγάπη προς το συνάνθρωπο. Διατέλεσε πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Τρικάλων, του Κρατικού Νοσοκομείου, της Φιλαρχαίου Εταιρείας, της Λέσχης Επιστημόνων Τρικάλων, καθώς επίσης και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου.
Έδωσε πολλές διαλέξεις, έγραψε και δημοσίευσε (σε αυτοτελή βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες) μελέτες ιατρικού, ιστορικού, λαογραφικού και κοινωνικού περιεχομένου.
Η πηγαία και σφοδρή επιθυμία του για προσφορά στην κοινωνία και τους συνανθρώπους του ακόμη και μετά το θάνατό του τον οδήγησε στο να διαθέσει με διάταξη τελευταίας βουλήσεως ολόκληρη την αξιόλογη περιουσία του για τη σύσταση Ιδρύματος με την επωνυμία 'ΙΔΡΥΜΑ ΛΕΩΝΙΔΑ Κ. ΜΑΚΡΗ - ιατρού' με κοινωφελείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς».
Μάλιστα, όπως εξηγεί ο κ. Κατσόγιαννος, η τελευταία αυτή έκδοσή του δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη γενναία οικονομική συμβολή του συγκεκριμένου κοινωφελούς ιδρύματος. 
Πηγή: ΑΜΠΕ 





Το νέο βιβλίο του Νεκτάριου Κατσόγιαννου
«Το φρούριο, το ρολόγι και το βυζαντινό υδραγωγείο των Τρικάλων»
Του Δημήτρη Τσιγάρα


Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του συγγραφέα – ερευνητή Νεκτάριου Κατσόγιανου, με τίτλο «Το φρούριο, το ρολόγι και το βυζαντινό υδραγωγείο των Τρικάλων».
Πρόκειται για μια πολύχρονη εργασία, του ποιητή της εξερεύνησης και του κυνηγού των τεκμηρίων, ιστορικών και φωτογραφικών ντοκουμέντων της πόλης μας, που με τόση ευαισθησία κατάφερε να συνθέσει ακόμη ένα εξαιρετικό, ερευνητικό, ιστορικό έργο, για την πόλη των Τρικάλων.
Η ιστορία της πόλης ανέκαθεν συγκινούσε και εντυπωσίαζε τον άοκνο συγγραφέα, δημιουργώντας του έτσι, συναισθήματα εξαιρετικής δυναμικής και ταυτόχρονα αδυσώπητης ανάγκης, με τα οποία εξέφραζε «σκάβοντας τη γη» και ξεθάβοντας τους θησαυρούς με επιστημοσύνη αρχαιολόγου.
Όπως σε κάθε του βιβλίο, η σκέψη του Νεκτάριου Κατσόγιαννου, και η εξερευνητική ματιά του, κυριεύεται από μια ανεξέλεγκτη δύναμη καταγραφής και ανάδειξης ιστορικών ντοκουμέντων, τα οποία διαφωτίζουν σιγά - σιγά τις πιο σκοτεινές πλευρές του θέματος που κάθε φορά καταπιάνεται.
Κυριευμένος και πάλι από το μεράκι του, ο συγγραφέας- ερευνητής, Νεκτάριος Κατσόγιαννος, στο δέκατο έκτο, κατά σειρά βιβλίο του, που τον σχεδιασμό και τη ψηφιακή φωτοστοιχειοθεσία επιμελήθηκαν οι "Γραφικές Τέχνες": Δημήτρη Τσιγάρα, καταπιάνεται και αυτή τη φορά, με θέμα τοπικής ιστορικότητας και καταγράφει με την ματιά του ερευνητή το φυσικό και τεχνητό μνημείο του κάστρου των Τρικάλων.
Αναδιφώντας, σε παλιές τοπικές εφημερίδες, στις διάφορες αναφορές των περιηγητών και στην σχετική επί του θέματος βιβλιογραφία, αναζητεί και συλλέγει στοιχεία με τα οποία συνθέτει και δομεί το πόνημά του.
Ξεκινώντας με την περιγραφή της ανέκδοτης γκραβούρας του εξωφύλλου, στην οποία για πρώτη φορά απεικονίζεται ένα πραγματικό τοπίο της βορειοδυτικής περιοχής των Τρικάλων, Τρικκαίογλου, Κουτσομύλια, όπως ήταν το 1849, σύμφωνα με την περιγραφή του Άγγλου περιηγητή Έντουαρτ Ληρ, ο συγγραφέας παρουσιάζει ένα-ένα τα κοιτάσματα της ιστορικής παρακαταθήκης.
Με συστηματική και μεθοδική μελέτη, εργάζεται και αναπτύσσει το έργο του χρονολογικά και κατά διαμέρισμα, με τις επισκευές, τις προσθήκες αλλά και τις αλλαγές που υπέστη κατά καιρούς το Τρικαλινό μνημείο.
Στις 166 σελίδες του βιβλίου του παρουσιάζονται ανέκδοτα σχέδια, γκραβούρες, έγγραφα, χάρτες, φωτογραφίες και αποκόμματα ντοκουμέντων που ιχνηλατούν την ιστορική διαδρομή του κάστρου. Περιγράφοντας και αποτυπώνοντας την ιστορία των χιλιάδων ετών, αναδεικνύει τις διάφορες πτυχές της θεματολογίας του και δίνει με σαφήνεια την φυσιογνωμία και την ιστορική διαδρομή του.
Η πρώτη διαπίστωση που αποκομίζει ο αναγνώστης από τις πληροφορίες, αφορά στη γοητεία και την επιβλητικότητα του κάστρου της πόλης μας, το οποίο βρίσκεται, στη θέση της ακρόπολης της αρχαίας Τρίκκης και κτίστηκε επί Ιουστινιανού τον 6οαι.
Αποτελεί ένα από τα δεκάδες της χώρας, λείψανα μιας άλλης εποχής που στέκονται επιβλητικά, κτισμένα, τα περισσότερα σε φυσικές οχυρές θέσεις, μεγαλοπρεπή και σιωπηλά.
Η έκτασή του είναι γύρω στα δέκα στρέμματα και αποτελείται από τρία διαμερίσματα (διαζώματα). Στο πρώτο διάζωμα βρίσκεται το αναψυκτήριο που έγινε το1962, στο δεύτερο το ρολόγι που έγινε επί δημάρχου Θεοδοσοπούλου 1936-1938 και το υπαίθριο θέατρο.
Αρκετά και διαφωτιστικά τα στοιχεία για τον παλιό (κτισμένο επί τουρκοκρατίας), πύργο με το ρολόγι του, καθώς και τα νεότερα ιστορικά στοιχεία για την κατασκευή του νέου πύργου με το σημερινό ρολόγι και τη μοναδική αρχιτεκτονική του. 
Και να, εύστοχη και γλαφυρή η αναφορά της εφημερίδας «Αναγέννησις» του 1937, σε χρονογράφημά της, με τίτλο «ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ», επισημαίνει:
«Αργό ρυθμικό και μοιραίο άρχισε το ρολόι το ατέλειωτο τώρα τραγούδι του. Το τραγούδι αυτό που θα συνοδεύη στις καρδιές των ανθρώπων όλα τα συναισθήματα που τις πλημμυρίζουν και τις πνίγουν, κάθε ώρα κάθε στιγμή… Την θλίψη και τη χαρά, τον έρωτα και τον πόνο, το μίσος και τη συγχώρεση…
Κι αυτό ακούραστο και αδιάφορο εμπρός σε όλα, για πάντα τρέχοντας μεσ’ στην αιωνιότητα θ’ αντικρίζη όλα και όλους- πάνω από το βαρύ και σκυθρωπό όγκο του φρουρίου»…
Στο τρίτο διάζωμα που είναι και το πιο επιβλητικό με τους πανύψηλους πύργους βρίσκεται το μοναδικό παλιό κτίσμα, η πυριτιδαποθήκη, η είσοδος - έξοδος του λαγουμιού σε περίπτωση πολιορκίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα σχεδιαγράμματα με τις φωτογραφίες του βυζαντινού θολωτού υδραγωγείου (1,80Χ 0,70) μήκους 7 χιλιομέτρων που για εκατοντάδες χρόνια τροφοδοτούσε την πόλη με νερό του Πηνειού ποταμού.
Αδιαμφισβήτητα το νέο βιβλίο του Νεκτάριου Κατσόγιαννου, είναι μια κιβωτός με τα ίχνη του χθες και τις αναμνήσεις του αύριο, και αποτελεί πολύτιμο κληροδότημα για την πόλη των Τρικάλων.
Θερμά συγχαρητήρια στον συγγραφέα και καλοτάξιδο το νέο του βιβλίο!



Τα ρολόγια του Κάστρου των Τρικάλων
17/04/2012 4

Η πόλη των Τρικάλων, από την ημέρα της κατάκτησής της από τους Οθωμανούς (1395) και μέχρι το 1770, είχε την τύχη να κατέχει τον τίτλο της πρωτεύουσας της Θεσσαλίας. Το πλεονέκτημα αυτό της έδωσε τη δυνατότητα να γίνει «μεγαλούπολη» και να αναπτυχθεί οικονομικά, ώστε από τα μέσα του 17ου αιώνα να αποκτήσει ρολόι πόλεως, κάτι το πολύ εντυπωσιακό και σπάνιο για τα χρόνια εκείνα.
Το ρολόι ήταν τοποθετημένο στην κορυφή πέτρινου πύργου στο δεύτερο διάζωμα του κάστρου, δίπλα στο σημερινό. Οι διαστάσεις του πύργου ήταν 6,00 Χ 5,50 μ. και το ύψος του, μαζί με τον οικίσκο του μηχανισμού, έφτανε γύρω στα 18,00 μ. Τόσο η θέση όσο και οι διαστάσεις του σημειώνονται στο σχέδιο πόλεως του 1885. Η αναγγελία της ώρας γινόταν, όπως και από σημερινά ρολόγια, με τους χτύπους της μεγάλης καμπάνας, που υπήρχε στο πάνω μέρος του μηχανισμού.
Το ρολόι αυτό ήταν τόσο φημισμένο, που, όπως αναφέρει σε σχετική μελέτη του ο Τρικαλινός ερευνητής Νεκτάριος Κατσόγιαννος, το αναφέρει στα γραπτά του και ο γνωστός επιστήμονας Ιωάννης Παπασωτηρίου, απόφοιτος της Μεγάλης Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.


Πριν από κάποια χρόνια, σημειώνει στο ΑΜΠΕ ο κ. Κατσόγιαννος, σε χωματουργικές εργασίες εντός του φρουρίου και πλησίον του σημερινού ρολογιού βρέθηκε μεγάλο σιδερένιο γλωσσίδι, μήκους 0,75 μ., βάρους 25 κιλών, που είναι φτιαγμένο στο αμόνι. «Είναι άραγς από την καμπάνα του ρολογιού ή από την παλιά εκκλησία των Ταξιαρχών, όπως μας αναφέρει ο Παπασωτηρίου» αναρωτιέται ο ερευνητής.
Την ύπαρξη του παλιού αυτού ρολογιού αναφέρει και ο περιηγητής Τσελεμπί που πέρασε στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα από την πόλη των Τρικάλων. “Σ’ αυτό το κεντρικό (κάστρο) υπάρχουν σπίτια για 10 άτομα ή στρατιώτες το καθένα, ένα τζαμί, ένα ψηλό ρολόγι, του οποίου η φωνή (κτύπος) ακούγεται από κάθε σημείο (σ’ όλη την πόλη)” γράφει σχετικά ο περιηγητής.
Για τη συντήρηση και λειτουργία του ρολογιού υπήρχαν ειδικά εισοδήματα που εισπράττονταν από τα τότε καταστήματα της πόλης. Τα παραπάνω αναφέρονται στο άρθρο της εφημερίδας “Τρίκαλα” η οποία στο φύλλο της 2.5.1883 γράφει: “Συμφωνούμεν πληρέστατα μετά του συναδέλφου ‘Φάρου του Ολύμπου’ ότι πρέπει τέλος πάντων να ληφθή παρά των αρμοδίων πρόνοια τις περί του εν των φρουρίω υπάρχοντος και εν αχρηστία προ καιρού διατελούντα ωρολόγιον της πόλεως. Το ωρολόγιον τούτο ως γνωστόν, έχει ειδικά εισοδήματα, εκ των οποίων οι αρμόδιοι ηδύναντο να διαθέσωσι ποσόν προς επιδιόρθωσιν αυτού και να θέσουν εις λειτουργίαν, ατυχώς όμως ουδεμίαν τοιαύτη πρόνοια ελήφθη. Γνωρίζομεν μάλιστα ότι μέχρι τούδε καθυστερείται η ανάλογος αμοιβή του ωρολογοποιού όστις προ πολλών μηνών έλαβεν εντολήν».
Τα χρόνια περνούν και τόσο ο πύργος του ρολογιού όσο και ορισμένα τμήματα του κάστρου αρχίζουν να ραγίζουν και να καταρρέουν. Από το μηχανισμό του ρολογιού ό,τι έχει απομείνει ξηλώνεται και πουλιέται στους παλιατζήδες. Στη δεκαετία του 1910-1920 καταρρέει ο οικίσκος του μηχανισμού και στον ερειπωμένο πύργο τώρα φωλιάζουν νυχτερίδες και κουκουβάγιες.
Η πόλη, χρόνο με το χρόνο, αλλάζει πρόσωπο και πολλά προβλήματα περιμένουν τη λύση τους. Ο ένας πόλεμος διαδέχεται τον άλλο και η προσφυγιά όλο και αυξάνεται, για να κορυφωθεί με τη μικρασιατική καταστροφή. Τα οικονομικά του Δήμου είναι πενιχρά ενώ είναι πάρα πολλοί είναι οι φτωχοί και οι αγράμματοι. Ποιος να σκεφθεί και ποιος να προγραμματίσει τη λειτουργία του παλιού ρολογιού, όταν οι περισσότεροι δρόμοι είναι γεμάτοι λάσπες και κοπριές ζώων και πολλοί Τρικαλινοί αποπατούν κάτω από τα γεφύρια και ουρούν στις μάνδρες των σπιτιών, σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Κατσόγιαννος στη μελέτη του. Αναφέρει, ωστόσο, πως δεν έλειπαν και τα μεγάλα ρολόγια του τοίχου από τα περισσότερα αρχοντόσπιτα.
Θα περάσουν 56 χρόνια μέχρι να ξανακούσουν οι Τρικαλινοί τους χτύπους του ρολογιού του κάστρου. Τα λιμνάζοντα νερά της τοπικής αυτοδιοίκησης ήλθε να τα ταρακουνήσει ο νεοεκλεγείς δήμαρχος Θ. Θεοδοσόπουλος, το 1934. Πλην των άλλων πολλών εξυγιαντικών έργων, που απέβλεπαν στην ποιοτική αναβάθμιση της πόλης, το 1936 κατασκευάστηκε το γνωστό και όμορφο ρολόι του κάστρου. Στα πεπραγμένα της πενταετίας 1934-1939, των άλλων αναφέρει: “Κατεσκευάσθη επίσης εκ των πρώτων το ωρολογοστάσιον εις το δεύτερον διαμέρισμα του φρουρίου και ετοποθετήθη το Ωρολόγιον της πόλεως εξυπηρετούν τας από της απόψεως αυτής ανάγκας της πόλεως”.
Ο ίδιος παραθέτει στη συνέχεια και ορισμένα στοιχεία για το όμορφο αυτό ωρολογοστάσιο, που το διακρίνει κανείς από πολλά χιλιόμετρα μακριά, ερχόμενος από τη Λάρισα ή την Καρδίτσα. Την ανέγερσή του είχε αναλάβει ο εργοδηγός Δημ. Σελέκος, με αρχιμάστορα τον Παναγιώτη Παπανικολάου ή Τσιγκέλη.
Οι διαστάσεις του ισογείου είναι 7,20μ. χ 6,45μ. και το ύψος 15,50μ. του πρώτου ορόφου (4.80 χ 4.80μ.) και ύψος 5,30μ. του δευτέρου, όπου και ο μηχανισμός του ρολογιού 3,30 Χ 3,30μ. και το ύψος του 5,80μ. Συνολικά, το ύψος είναι 26,60μ. και η διάμετρος των καντράν είναι 1,60μ. Εσωτερικά φέρει ξύλινη κλίμακα που καταλήγει σε τρία ξύλινα πατώματα. Ο μηχανισμός του ρολογιού είναι από το εργοστάσιο του Γεωργίου Καραμάνου, που βρισκόταν στην Καλλιθέα Αθηνών. Το βάρος της καμπάνας ανέρχεται στα 1000 κιλά.
Οι χτύποι του ρολογιού, ειδικά τα περασμένα χρόνια, δεν θύμιζαν μόνο τις ώρες του 24ώρου στους Τρικαλινούς, αλλά έδειχναν και την ώρα σε κάποιους ερωτευμένους, που υπομονετικά περίμεναν με αγωνία στα σκαλοπάτια του κάστρου την αγαπημένη τους, σημειώνει ο Τρικαλινός ερευνητής.



Ένα λαγούμι τροφοδοτούσε με νερό τα Τρίκαλα
13/8/2014


Νέα στοιχεία για την υπόγεια σήραγγα του βυζαντινού υδραγωγείου που για εκατοντάδες χρόνια τροφοδοτούσε με νερό του Πηνειού τα Τρίκαλα και τους αμυνόμενους σε περίπτωση πολιορκίας, μας δίνει ο Τρικαλινός ερευνητής Νεκτάριος Κατσόγιαννος, στο τελευταίο βιβλίο, με τίτλο: "Το φρούριο, το ρολόγι και το Βυζαντινό υδραγωγείο των Τρικάλων".
Νεότερες έρευνες, όλα αυτά τα χρόνια, επιβεβαιώνουν τις αρχικές μας ενδείξεις, ότι μέσου αυτού διερχόταν νερό προερχόμενο από τον Πηνειό και προοριζόταν για την ύδρευση της πόλης, αναφέρει ο κ. Κατσόγιανος.
Μας το βεβαιώνουν, προσθέτει, Έλληνες και ξένοι περιηγητές -ως και οι πρώτες εφημερίδες της πόλης μετά την απελευθέρωση- ότι το νερό προερχόταν από τον Πηνειό.
Το λαγούμι είναι πετρόκτιστο, με θολωτή οροφή διαστάσεων 1,80 x 0,70 μ. Ένα τμήμα του, το πρώτο, είναι από ψαμμίτη και το υπόλοιπο από λευκή πέτρα, προερχόμενη από τα λατομεία της Ράξας και το μήκος του φθάνει τα 7 χιλιόμετρα.
Επιβεβαιώνεται, σύμφωνα με τον ερευνητή, από την ημερομηνία (1623) μιας βρύσης που υπήρχε μπροστά από τη σημερινή κεντρική Εθνική Τράπεζα ότι το νερό προερχόταν από τον Πηνειό.
Ο Νικόλαος Σχοινάς στην περιήγηση του, το 1886, για τα Τρίκαλα γράφει: "Ικανόν αριθμόν βρύσεων, αίτινες χορηγούσιν άφθονον ύδωρ, μετεχετευόμενον εις αυτάς δι υδραγωγείου εκ του Πηνειού, εκ τούτων η παρά τη αγορά φέρει χρονολογίαν 1033 (1623), ήτοι εκτίσθη προ 271 ετών".
Στην παρούσα μελέτη περιλαμβάνονται νέα, συμπληρωματικά στοιχεία που δείχνουν την ακριβή διαδρομή των επτά χιλιομέτρων του υδραγωγείου, από τα Τρίκαλα μέχρι τα δυτικά της Ράξας. Η αφετηρία του βρίσκεται στην τοποθεσία Ασπρόια ή Ροδιές και παλιότερα Γκούμα, όπως αναγράφεται και στα σχέδια Τζάκσον.
Στο ίδιο σημείο, προσθέτει ο κ. Κατσόγιαννος, ήταν και ο τελευταίος νερόμυλος ονόματι Μπραζιώτη, όπου ένα μέρος του νερού από τον μεγάλο μυλαύλακα διοχετευόταν στο υδραγωγείο.
Από τον νερόμυλο δεν υφίσταται κανένα ίχνος, από τον δε χώρο της μικρής λιμνούλας, περίπου τριών στρεμμάτων, που σχηματιζόταν χαμηλά μετά τον μύλο, σώζεται μόνο ένα μικρό μέρος που είναι δίπλα σε αγρόκτημα και του περιφερειακού δρόμου της Ράξας, που καταλήγει στην εθνική οδό Τρικάλων-Καλαμπάκας.
Ένα μέρος από τα νερά του Πηνειού διοχετευόταν διά μέσου μεγάλου καναλιού στην αφετηρία του Αγιαμονιώτη (Σχ. Τζάκσον) (Π,Η-12). Για τον αναφερόμενο, προσθέτει ο ερευνητής, έχουμε και την υπ' αριθ. 33133/ 1-11-1899 συμβολαιογραφική πράξη, με την οποία ιδιοκτήτης του μύλου, κάτοικος Μετσόβου, εκμισθώνει την εκμετάλλευση για πέντε χρόνια του νερόμυλου της Ράξας.
Η σύμβαση προέβλεπε επίσης ότι οι δεύτεροι έπρεπε να έχουν καθαρισμένο τον μυλαύλακα μέχρι την Θεόπετρα και σε καλή κατάσταση τα μηχανήματα. Από τη σύμβαση επιβεβαιώνεται ότι το νερό προερχόταν από την από βορρά περιοχή, δηλ. από τον Πηνειό και κατέληγε στη βρύση των τεσσάρων καναλιών εξ' ου και η συνοικία τέσσερα κανάλια.
Στη συνέχεια, με κατεύθυνση νοτιοανατολική, διασχίζοντας τα πρώτα σπίτια του χωριού και του δρόμου Ράξας - Τρικάλων, και αφού διέλθει από ιδιοκτησία, όπου το ημιδιώροφο με το ροζέ χρώμα σπίτι, συνεχίζει πάντα νοτιοανατολικά. Με την ίδια πάντα διατομή 1,80x0,70, χτισμένο με λευκή πέτρα από τα λατομεία της Ράξας και αφού διέλθει των εκεί αγροτεμαχίων και αγροικιών, περνά στη συνέχεια δίπλα από την ανατολική πλευρά εργοστασίου και συνεχίζει προς τη Σωτήρα και τον Ληθαίο.
Πλησιάζοντας τον οικισμό συναντά βόρεια αυτού τις νέες εργατικές κατοικίες, διερχόμενο κάτω από το 15Γ διαμέρισμα και του εκεί πλησίον υποσταθμού της ΔΕΗ. Με κατεύθυνση πάντα νοτιοανατολικά προς Ληθαίο, όπου και τα πρώτα σπίτια της Σωτήρας, διέρχεται σε απόσταση 18,00μ. ανατολικά από άλλη ιδιοκτησία.
Λεπτομερειακά στοιχεία της διαδρομής του χώρου αυτού, της Σωτήρας, τη διέλευση από το Ληθαίο και στη συνέχεια από την Λεπτοκαρυά μέχρι της αρχής της οδού Χασίων, όπου και η ορατή τομή του, έχουν καταγραφεί με λεπτομέρεια στα προαναφερθέντα βιβλία.
Επιγραμματικά, ο κ. Κατσόγιαννος εκτιμά ότι το μεγάλο κανάλι (μυλαύλακας) είναι το μεγαλύτερο στην Ελλάδα, που τροφοδοτούσε με νερό του Πηνειού τα Τρίκαλα. Το μαρτυρεί και το από 20-5-1884 σχόλιο της εφημερίδας "Οι Εργάται".
"Το υδραγωγείο δι' ου έρχεται εις την πάλιν το εκ του Πηνειού διοχε-τευόμενον ύδωρ κατεστράφη τελείως σχεδόν, φόβος δε υπάρχει γεννήσεως νόσων εκ της χρήσεως του ύδατος του...".
Είχε μήκος 18 χιλιόμετρα και 11 νερόμυλους στη διαδρομή του, η δε αφετηρία του βρισκόταν στη θέση Μπαμπακιές, που είναι δύο χιλιόμετρα βόρεια της Καλαμπάκας. Σήμερα, σώζεται ένα μεγάλο μέρος του και ορισμένοι σε ερείπια νερόμυλοι.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ



Ευτυχώς κάποιοι αντιμετωπίζουν το ταχυδρομείο με τον ιστορικό σεβασμό που αξίζει
Συντάχθηκε απο τον/την DAK - ELTA
Μια ενδιαφέρουσα  ιστορική έρευνα για το ταχυδρομείο


Μπορεί, σήμερα, τα γραπτά μηνύματα (sms), τα διάφορα δωμάτια συνομιλιών (chat rooms) στο διαδίκτυο και κυρίως η ηλεκτρονική αλληλογραφία (e-mail) να έχουν υποκαταστήσει, σε μεγάλο βαθμό, τη γραπτή επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων αλλά υπήρχε μία εποχή που τα ταχυδρομεία κατείχαν κυρίαρχο ρόλο στις ανθρώπινες σχέσεις αφού τα γράμματα ήταν ο μόνος τρόπος επαφής.
Τον ιδιαίτερο ρόλο των ταχυδρομείων στην περιοχή των Τρικάλων, στον ρου της ιστορίας, αναδεικνύει ο ερευνητής Νεκτάριος Κατσόγιαννος, μέσα από μελέτη του, η οποία μόλις κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τη χορηγία του Ιδρύματος «Λεωνίδα Κ. Μακρή –ιατρού».
Μέσα από τη μελέτη διαφαίνεται η σιγουριά των ανθρώπων, όλα αυτά τα χρόνια, ότι το γράμμα ή το δέμα θα έφτανε στον προορισμό του.
Στην πεδιάδα, η ταχυδρομική εξυπηρέτηση ήταν εύκολη, αλλά στις ορεινές περιοχές Πίνδου και των Χασίων αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες. Ακόμα, όμως, και στην πεδιάδα δεν ήταν πάντοτε καλή η κατάσταση, στις περιοχές κυρίως με τα πολλά έλη, επισημαίνει ο κ. Κατσόγιαννος.
Στη μελέτη αναφέρεται, επίσης, πώς λειτουργούσε επί οθωμανικής περιόδου η ταχυδρομική υπηρεσία στην περιοχή των Τρικάλων. Πλην των πολλών φωτογραφιών που συνοδεύουν την εργασία, υπάρχουν δελτάρια και επιστολές που στάλθηκαν από την πόλη των Τρικάλων με το τότε τουρκικό ταχυδρομείο. Επίσης, όλη η σειρά (αντίγραφα) από γραμματόσημα της Εθνικής Αντίστασης κατά την Κατοχή. Στις σελίδες του περιλαμβάνονται και πολλές συνεντεύξεις ταχυδρόμων μεγάλης ηλικίας, που πέρασαν όλα τα χρόνια της υπηρεσίας τους στην ύπαιθρο.
Ορεινά και πεδινά ταχυδρομεία Μεγάλες δυσκολίες στη διανομή της αλληλογραφίας, ειδικά τους χειμερινούς μήνες, παρουσιάζονταν, σύμφωνα με τον ερευνητή, κατά πρώτον στον ορεινό όγκο της Πίνδου και κατά δεύτερον στα Χάσια. Πάμπολλες οι μαρτυρίες και οι αναφορές που αγγίζουν πράξεις ηρωισμού, ένα μεροκάματο του τρόμου, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει.
Τα ταχυδρομεία της Καστανιάς και της Μεσοχώρας ήταν τα μεγαλύτερα και τα πιο οργανωμένα του ορεινού όγκου της Πίνδου. Στην αρχή και για αρκετά μεταπολεμικά χρόνια, όπως και τ' άλλα ταχυδρομεία ήταν ως «Ταχυδρομείο. Τηλεγραφείο.Τηλεφωνία». Στην Καστανιά αρχικά στεγάστηκε στην οικοδομή του Σαμαρίκου, όπου σήμερα ο μόνιμος κήπος πίσω από το δασονομείο. Στο ίδιο γραφείο στεγαζόταν και το τηλεφωνείο που είχε και πίνακα για τις γραμμές Αμάραντου και των άλλων χωριών του Ασπροποτάμου.
Την εποχή εκείνη, για τη μεταφορά των σάκων του ταχυδρομείου, αναφέρει ο ερευνητής, γινόταν προκήρυξε μειοδοτικού διαγωνισμού, με την υποχρέωση ο μειοδότης να μεταφέρει, τρεις φορές την εβδομάδα και για έναν χρόνο, τα δέματα από την Καλαμπάκα στην Καστανιά και αντίστροφα. Ο σάκος, όπως και σήμερα, ήταν από καραβόπανο και τον σφράγιζαν με βουλοκέρι- σήμερα με ειδική μολυβδοσφραγίδα.
Στα δρομολόγια, ο μεταφορέας είχε το δικαίωμα να μεταφέρει δέματα και ιδιωτών, ακόμα και κάποιον επιβάτη! Στα μετέπειτα είκοσι χρόνια (1920-1940) αξέχαστος θα μείνει για την υπαλληλική του συνέπεια ο Νικόλαος Νταβαντζίκος. Χρόνια σκληρά, με πολέμους και ξενιτιά και μια περιοχή με δεκάδες βλαχοχώρια και πολλούς ξενιτεμένους, ειδικά στη Ρουμανία.… Και ο ίδιος, συνδετικός κρίκος και πολύ αγαπητός απ' όλους.
Την διανομή της αλληλογραφίας στα γύρω χωριά του Ασπροποτάμου, Κατάφυτο, Καλλιρρόη, Ανθούσα, Χαλίκι, Μηλιά την έκαναν τα χρόνια εκείνα ο Αλέκος Γουγουλάκης και ο Νικόλαος Κωτούλας. Ο τελευταίος ξεχώριζε για την υπευθυνότητά του. Για τις μετακινήσεις του χρησιμοποιούσε μουλάρι, μεταφέροντας πολλές φορές και διάφορα εμπορεύματα για τα καταστήματα των χωριών.
Το 1931, το ταχυδρομείο στεγάστηκε σε μία αίθουσα του σχολείου και δίπλα σ' αυτό το τηλεγραφείο και το κοινοτικό γραφείο. Με τη νέα εγκατάσταση τοποθετήθηκε συγχρόνως και ο νέος διευθυντής, Αθαν. Παταβέλης. Στην Κατοχή, δυστυχώς, οι Γερμανοί το 1943, το έκαψαν και μαζί μ' αυτό και το πολύτιμο αρχείο που υπήρχε. Μεταπολεμικά και από τις αρχές του 1950 το ταχυδρομείο έγινε χωριστή υπηρεσία με διευθυντή τον Ευθύμιο Νάσιου και διανομέα τον Δημήτριο Δημητρίου.
Ο αείμνηστος Λεωνίδας Μακρής, γιατρός το επάγγελμα και δωρητής, στο βιβλίο του Ήθη-Έθιμα και παραδόσεις της Αθαμανίας 1900-1925 γράφει για την ταχυδρομική επικοινωνία: «Η αλληλογραφία των κατοίκων της περιοχής ταύτης μετά του άλλου κόσμου διεξήγετο μέσω της πρωτευούσης του τέως Δήμου Κωθωνίων, Βιτσίτσης (ήδη Μεσοχώρας). Απ'εκεί μετέφερε την αλληλογραφία μέχρι Γαρδικίου ο αιώνιος ταχυδρόμος ή ...βραδυδρόμος Γεωργαλής γνωστός διά το ... λιτοδίαιτόν του, οπόθεν την παρελάμβανεν και την διένειμεν εις τα υπόλοιπα χωριά της περιφερείας ο και ήδη αειθαλής συνταξιούχος πλέον ταχυδρομικός διανομεύς κ. Επαμ. Κορδ.
όστις συν τη κυρία αυτού απασχολήσει του διανομέως των επιστολών εξετέλει συνήθως και καθήκοντα επιστολογράφου και ... παρηγορητού ενίοτε εις τα έτερα ήμισυ των από ετών εις την ξένην εγκατεστημένων Αθαμανίων ανδρών. Πολύ παλαιότερα η αλληλογραφία αυτή διεξήγετο η δια καραβανιών, τα οποία αφετηρίαν είχαν τους Καλαρίτες και το Συράκου και μέσω Τζούρτζιας και Κρανιάς-Καλαμπάκας-Λαρίσης κατηυθύνοντο εις μακρυνάς περιοχάς και εις γειτονικά συνήθως Κράτη ή δι' ιδιωτικών ταχυδρόμων οι οποίοι μέσω Πόρτας (σημερινής Πύλης) έφθανον διά λόγους ασφαλείας μόνον μέχρι Λάντζου τέως Δήμου Αι-θήκων (σημερινό Βροντερό). Επειδή δε οι κάτοικοι του χωρίου Λάντζου, ως φύσει υπερβολικοί, διέστρεφον και εμεγαλοποίουν πάσαν προφορικήν είδησιν μεταφερομένην μέχρι του χωριού των παρά των εν λόγω ταχυδρόμων, παρέμεινεν έκτοτε εν χρήσει, προκειμένου περί ειδήσεων φανταστικών, η φράσις... χαμπέρια Λαντζονίτικα».
Η Ελευθέρα γνώμη, στο φύλλο της 1-10-1957, μας αναφέρει ότι άρχισε να λειτουργεί κανονικά το ταχυδρομείο της Καστανιάς με δέματα, επιταγές και ταμιευτήρια. Η ίδια πάλι εφημερίδα, σε σχόλιό της στις 8-4-1958, μας πληροφορεί ότι αφίχθη ο διευθυντής του ταχυδρομείου της Μεσοχώρας και οι κάτοικοι το πανηγυρίζουν.
Κάτι ανάλογο με τον βραδυδρόμο (ταχυδρόμο), που μας αναφέρει ο Λεωνίδας Μακρής, αλλά με άλλη έκφραση, βρίσκουμε σε κάποια σχόλια σε τοπική εφημερίδα. «Διά τον κ. Διευθυντή του Ταχυδρομείου/ "Πολλοί χωρικοί των χωρίων του Δήμου Παραληθαίων και δη της Νέας Σμόλιας, Παλαιάς Σμόλιας και Λιοπράσσου μας παραπονούνται ότι ο ταχυδρομικός διανομεύς είναι ζήτημα αν μεταβαίνη άπαξ του έτους εις ταύτα διά την εκτέλεσιν της υπηρεσίας του ό,τι έχει ο διανομεύς διά τα χωριά αυτά τα αφίνει εις κάποιο χάνι της πόλεως, χωρίς να λαμβάνη καμμίαν μέριμναν διά την κανονικήν αποστολήν των. Παρακαλούμεν τον κ. Διευθυντήν του ενταύθα Ταχυδρομικού γραφείου να εξέταση τα δίκαια παράπονα των άνω χωρικών προς άρσιν των παρατηρουμένων περί την ταχυδρομικήν υπηρεσίαν ανω -μαλιών» (Αναγέννησις, φ. 22.7.1922)".
Σε ένα άλλο σχόλιο του τοπικού Τύπου καταγράφονται τα παράπονα των κατοίκων για την κακή εμφάνιση των γραμματοκιβωτίων:«Τα έξωθεν των ταχυδρομικών γραφείων γραμματοκιβώτια δεν αναγνωρίζονται ποίον είναι δι' αλληλογραφίαν εξωτερικού και ποίον εσωτερικού, διότι τα διακριτικά των έχουν σβύσει από καιρού και δεν αποκατεστάθησαν. Οι ενδιαφερόμενοι διά την αποστολήν της αλληλογραφίας των ερωτούν δια ποίον λόγον παρατηρείται η αδιαφορία αυτή, με αποτέλεσμα την ταλαιπωρίαν των, αλλά και των υπαλλήλων του γραφείου εις την ταξινόμη-σιν; (Ελευθέρα Γνώμη, φ. 3 .12.1958).
Θα περάσουν 50 χρόνια και τα σχόλια διαδέχονται το ένα το άλλο για την πλημμελή λειτουργία των ΕΛΤΑ, σχολιάζει ο ερευνητής.

News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ - ΑΜΠ




ΑΦΑΙΡΟΥΝ ΚΟΜΜΑΤΙ-ΚΟΜΜΑΤΙ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΙΚΗ ΓΕΦΥΡΑ
Άγνωστοι καταστρέφουν ιστορικό μνημείο
Πέμπτη, 21 Οκτωβρίου 2010.

Κομμάτι-κομμάτι αφαιρούν άγνωστοι από τη μεταλλική γέφυρα που βρίσκεται μεταξύ Φλαμουλίου και Δροσερού, έχοντας σημάνει συναγερμό στους κατοίκους της περιοχής, καθώς η συγκεκριμένη γέφυρα αποτελεί μνημείο.
Η τοποθεσία, όπου βρίσκεται η γέφυρα ονομάζεται «Σταθμός», καθότι, όπως σημειώνει στο υπό έκδοση βιβλίο του ο ιστορικός-ερευνητής κ. Νεκτάριος Κατσόγιαννος, «τα σιδερένια γεφύρια του ν. Τρικάλων» διακόσια μέτρα ανατολικά υπήρχε ένας σταθμός (γκαζέλο). Η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής και ο ερχομός του τρένου στην πόλη μας, το 1886, αποτέλεσε το σημαντικότερο γεγονός της εποχής εκείνης. Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες, τις πρώτες μετά την απελευθέρωση, προσθέτει ο ίδιος διαβάζουμε:
 «Επισπεύδεται μετά μεγίστης δραστηριότητας η κατασκευή της επί του Πηνειού και παρά το χωρίον Στεφανοσαίους (Δροσερό) μεγάλης γέφυρας του σιδηροδρόμου Θεσσαλίας. Αυτός ο ίδιος εργατικότατος διευθυντής της εταιρίας κ. Λεσκάν, προσωπικός επιστατεί του έργου, όπερ ελπίζεται κάλλιστον και στερεώτατον. Ως γνωστόν το μήκος της γέφυρας ταύτης είναι ενενηντατριών μέτρων 93». («Οι Εργάται», φ.6-9-1885).
Δεν θα περάσουν έξι μήνες από το σχόλιο και η γέφυρα στις αρχές της άνοιξης είναι έτοιμη απ' όπου διήλθε και η πρώτη αμαξοστοιχία.
 «Η μεγάλη επί του Πηνειού γέφυρα, έργον αληθώς θαυμάσιον, επερατώθη προ ημερών, περατούται δε προσεχώς και η ετέρα σιδηρά, επίσης, γέφυρα επί του παραλλήλως ρέοντος ποταμού της Αγίας Μονής, μεταξύ του Πηνειού και του σταθμού Τρικάλων. Μεγάλες υπηρεσίες προσέφερε και προσφέρει εις το κράτος ο διευθυντής της εταιρίας της κατασκευής του σιδηροδρόμου κ. Λεσκάν, μεταφέρων δωρεάν και τα βαρέα πεδινά πυροβόλα. Εάν ως ηδύνατο ο κ. Λεσκάν δεν συγκατατατίθετο εις την μεταφοράν των τροφίμων και του υλικού, αμφεβάλλομεν εάν ο εν Τρικκάλοις στρατός ηδύνατο να συντηρηθή». («Οι Εργάται», φ.2-3-1886).
Το όμορφο αυτό θεσσαλικό γεφύρι , διευκρινίζει ο κ. Κατσόγιαννος, προσπάθησαν οι αντάρτες να το καταστρέψουν την άνοιξη του 1943. Στο ημερολόγιο του ο Γ. Παπαϊωάννου γράφει, αναφέρει παρακάτω ο τρικαλινός ιστορικός:13-3-1943 Σάββατο. «Χθες το βράδυ, κατά τις 6.30 -7η ώρα, ενώ τρώγαμε, αισθανθήκαμε το σπίτι να κουνιέται δύο φορές. Κατόπιν ηκούσθηκαν πυροβολισμοί από διάφορα μέρη της πόλεως, τους οποίους έριχναν οι Ιταλοί. Σήμερον το πρωί μάθαμε ότι τα χθεσινά τραντάγματα ήταν από δυναμίτιδα που βάλανε οι αντάρτες και ρίξανε την μεγάλην γέφυρα του σιδηροδρόμου, εις το χωρίον Στεφανοσαίοι (Δροσερό). Δι' αυτό σήμερα το πρωί όλο το ιππικό, που ευρίσκεται εδώ, πήγε προς τα χωριά αυτά, από τον δρόμον της Αγίας Μονής ».
Οι κάτοικοι ζητούν από την Πολιτεία να μεριμνήσει ώστε να προστατευθεί η παραπάνω γέφυρα, και να γίνουν προσπάθειες ανάδειξής της.



Οι παλιοί ρολογάδες των Τρικάλων
16/02/2012


Για πολλές ώρες ήταν σκυμμένοι πάνω στο μικρό τραπεζάκι τους και με ένα μεγεθυντικό φακό στο ένα μάτι προσπαθούσαν να διορθώσουν τα χαλασμένα ρολόγια, για ένα πενιχρό μεροκάματο. Οι παλιοί ρολογάδες των Τρικάλων κίνησαν το ενδιαφέρον του Τρικαλινού ερευνητή Νεκτάριου Κατσόγιαννου, ο οποίος, στην προσπάθειά του να συγκεντρώσει πληροφορίες γύρω από τους πρώτους ρολογάδες της πόλης αμέσως μετά την απελευθέρωση (1881), εντόπισε στοιχεία για έναν ξεχωριστό ρολογά, τον Αριστείδη Σπανόπουλο.
Ο Αριστείδης Σπανόπουλος είχε πάει στα Τρίκαλα από το Μέτσοβο ως ρολογάς λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση και εξάσκησε το επάγγελμά του μέχρι το τέλος περίπου της δεκαετίας του 1900-1910. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Κώστας, που είχε την ατυχία να σκοτωθεί στο βομβαρδισμό της πόλεως τον Απρίλη του 1941 από τους Γερμανούς.
Το πρώτο ρολογάδικό του το είχε σ’ ένα μικρό ξύλινο παράπηγμα στην αρχή της οδού Σαράφη, δίπλα στο παλιό περίπτερό του Κορώνα.
Κατόπιν, μετακόμισε στη γωνία των οδών 25ης Μαρτίου και Τιουσόν, όπου βρίσκεται το σημερινό ωρολογοποιείο- χρυσοχοείο του Χρήστου Παπαδόπουλου.
Μετά το θάνατο του Κώστα Σπανόπουλου, το ρολογάδικο παρέμεινε ανοιχτό για δέκα ακόμα χρόνια με ρολογά τον αδελφό του, Σωτήρη.
Λίγα χρόνια αργότερα από τον Αριστείδη Σπανόπουλο, εγκαταστάθηκε στην πόλη των Τρικάλων ο ιταλικής καταγωγής Παύλος Σαρατσίνας, ο οποίος διαφήμιζε τη δουλειά του, λέγοντας ότι δεν διόρθωνε μόνο ρολόγια τσέπης, αλλά ακόμα και μουσικά ρολόγια.
Η σχετική διαφήμιση, όπως δημοσιεύτηκε στην τότε εφημερίδα “Οι Εργάται”, στο φύλλο της 28.7.1886, έχει ως εξής: “ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΙΣ/Ο Παύλος Σαρατσίνας, ωρολογοποιός Ιταλός την καταγωγήν, νεωστί ελθών, λαμβάνει την τιμήν να γνωστοποίηση εις το σεβαστόν κοινόν της πόλεως ταύτης, ότι προσφέρεται να επιδιόρθωση οποιονδήποτε ωρολόγιον μέγα ή μικρόν καθώς και μουσικάς ωρολογίων, ακόμα δε να κατασκευάζη νέα ωρολόγια εγγυόμενος την καλήν των διατήρησιν επί δέκα μήνας. Ελπίζει δε ότι θέλει αξιωθεί της πολυτίμου συνδρομής και προθύμου υποστηρήξεως του κοινού. Το κατάστημα αυτό ευρίσκεται κάτωθι ξενοδοχείου ‘Καλή Ζωή'”.
Δεν θα περάσουν πολλά χρόνια και στους ελάχιστους ρολογάδες θα προστεθεί και ο Αντώνης Τρικαργιώτης, που είχε μάθει την τέχνη στην Κωνσταντινούπολη και ο οποίος μπορούσε να διορθώσει κάθε ρολόι, όσο … κακό και αν ήταν.
“Όχι πλέον ωρολόγια χαλασμένα, αλλά ως χρονόμετρα αγγλικά λειτουργούντα τακτικά ως και απροσκόπτως, δύναται να μεταβάλλη και το πλέον κάκιστον ωρολόγιον ο εν Κωνσταντινουπόλει την επιστήμην του σπουδάσας ωρολογοποιός κ. Αντώνης Τρικαργιώτης” έλεγε η διαφήμιση του ωρολογοποιείου του.
Στη δεκαετία του 1910-1920 ένα νέο ρολογάδικο κάνει την εμφάνισή του στην πόλη. Είναι του Γεωργίου Σαπουνζάκη, του οποίου το κατάστημα βρισκόταν δίπλα στο τότε ποτοποιείο των Ζήση Σακελλαρίου και Δημ. Κασάιτα.
Από τα μέσα της δεκαετίας 1910-1920, ο Κωνσταντίνος Χολέβας, Γαρδικιώτης στην καταγωγή, έστησε το ρολογάδικό του σε μικρό ξύλινο παράπηγμα, έξω από τα χασάπικα, που έβλεπε επί της οδού Λαρίσης. Λίγα χρόνια αργότερα, μετακόμισε επί της οδού Κλεμανσώ. Στη συνέχεια, από την αρχή της Κατοχής και μέχρι το θάνατό του, το 1943, φιλοξενήθηκε σε μια γωνιά στην είσοδο του κινηματογράφου “ΡΕΞ”, στο “Πανελλήνιο”. Τα καλοκαίρια εγκατέλειπε τα Τρίκαλα και μαζί με τα εργαλεία του ανέβαινε στο Γαρδίκι, επισκευάζοντας τα ρολόγια των χωριανών του και των κατοίκων των γύρω χωριών.
Μετά το Χολέβα, στη δεκαετία του 1920-1930 κάνουν την εμφάνισή τους οι Βασ. Τσουγκάνης και Στέφανος Κατσίκης.
Όλα αυτά τα χρόνια, μεγάλη ζήτηση στην αγορά είχαν τα λεγόμενα “τούρκικα ρολόγια”, στα οποία, όπως και στα άλλα που πουλούσαν τα ρολογάδικα, το κούρδισμα γινόταν από το πίσω μέρος του καπακιού, μ’ ένα μικρό κλειδί που το είχε μαζί του ο κάτοχος του.
Τα ρολόγια αυτά συνήθως ήταν ελβετικά, δεύτερης ποιότητας, και προορισμό είχαν τις χώρες των Βαλκανίων και τις οθωμανικές περιοχές. Η ζήτησή τους κράτησε ακόμα και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950-1960.
Χρόνο με το χρόνο αυξάνονται τα ρολόγια τσέπης, όπως και εκείνα του τραπεζιού, τα ξυπνητήρια, με τη μικρή καμπανούλα, που είχαν στο πάνω μέρος του ρολογιού ξυπνητήρι και του οποίου το πρωινό κουδούνισμα είχε καταντήσει ένας εφιάλτης για πολλούς εργαζόμενους.
Η αύξηση του αριθμού των ρολογιών και η ανάγκη επισκευής τους, σημειώνει ο κ. Κατσόγιαννος, είχαν ως συνέπεια να μεγαλώσει και ο αριθμός των ρολογάδων της πόλεως.
Στα 1928, ο γνωστός ρολογάς Απ. Μαυρομάτης, που μαθήτευσε στο Βασ. Τσουγκάνη, είχε το ρολογάδικο του έναντι της πλατείας του ΟΤΕ.
Στα 1929, και για δύο χρόνια, το ρολογάδικο του Απ. Μαυρομάτη στεγάστηκε στο δημοτικό περίπτερο της κεντρικής πλατείας, όπου είναι σήμερα η προτομή του Καραϊσκάκη.
Κατόπιν, και μέχρι το θάνατό του το 1937, μεταστεγάστηκε στην οδό Κονδύλη, δίπλα στο παλιό χάνι του Θανόπουλου, όπου βρίσκεται η Ιονική Τράπεζα σήμερα. Η φωτογραφία είναι από το παλιό ρολογάδικο του Απ. Μαυρομάτη.
Στα 1934, ο Κώστας Παπαευθυμίου, ο οποίος μαθήτευσε στους Κώστα Σπανόπουλο και Βασ. Τσουγκάνη, άνοιξε το πρώτο ρολογάδικο στη γωνία των οδών Καραϊσκάκη και Τιουσόν, όπου βρίσκεται και το σημερινό κατάστημα των δύο γιων του, Μίμη και Χρυσούλη.
Στα 1969, έγινε και χρυσοχοείο, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1950-1960 μαθήτευσαν κοντά του και οι γιοι του, που συστεγάστηκαν στο ίδιο κατάστημα. Με τον Κώστα συνεταιρίστηκε και ο επίσης ρολογάς αδελφός του, Χρήστος, από το 1940 έως το 1972.
Ένας άλλος πρόσφυγας, ο Βασίλειος Πετρόπουλος, ήλθε να προστεθεί στους πρώτους μεταπολεμικούς ρολογάδες της πόλεως, μαθητής του Απ. Μαυρομάτη. Τη δουλειά του ρολογά την πρωτοξεκίνησε στα 1945. Πρωτοστεγάστηκε στην αρχή της οδού Τιουσόν, σε μικρό ξεχωριστό χώρο του παλιού ζαχαροπλαστείο Σαββουλίδη. Έμεινε εκεί μέχρι το 1984, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
Την ίδια περίπου περίοδο με τον Πετρόπουλο, κάνει δειλά -δειλά την εμφάνιση του στην πιάτσα και ο ιταλικής καταγωγής Αλέκος Μπεβενίου. Καταγόταν από την Πάντοβα της Ιταλίας και στα χρόνια της Κατοχής, μέχρι τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, υπηρετούσε ως στρατιωτικός στα Τρίκαλα.
Κατά την παραμονή του στην πόλη συνδέθηκε συναισθηματικά με τη Μαριάνθη Τσουκαρέλη, με την οποία και παντρεύτηκε. Μέχρι το 1950, το ρολογάδικο το είχε στο σπίτι του και όλοι τον ήξεραν ως Ιταλό.
Από το 1950 και για τρία χρόνια, στεγάστηκε στην οδό 28ης Οκτωβρίου. Στη συνέχεια, μετακόμισε στην αρχή της (σημερινής) οδού Τσιτσάνη, και έμεινε εκεί μέχρι το 1962, για να μεταστεγαστεί και πάλι δίπλα, όπου σήμερα είναι τα καταστήματα των παιδιών του, Θανάση και Παύλου. Και οι δύο μαθήτευσαν στον πατέρα τους. Το κατάστημα του Θανάση, μετά το θάνατό του, το διευθύνει ο γιος του Αλέξανδρος.
Στα 1948, οι αδελφοί Σπύρος και Κώστας Παπαδόπουλος άνοιξαν κατάστημα ωρολογοποιίας και χρυσοχοΐας στην αρχή της οδού Τιουσόν, όπου σήμερα το κατάστημα χρυσοχοίας του Μιλτιάδη Ιορδανίδη. Ο πρώτος έγινε χρυσοχόος και ο δεύτερος ρολογάς. Και οι δύο είχαν μαθητεύσει στους Μαυρομάτη και Πετρόπουλο. Ύστερα από είκοσι χρόνια συνεργασίας, χώρισαν. Ο Σπύρος εγκαταστάθηκε στην οδό Ασκληπιού, δίπλα στο βιβλιοπωλείο του Άλκη Παπαναστασίου (Πανουργιά), μέχρι το 2000, και τη διεύθυνση από το 1984 την έχει η κόρη του Λίλα.
Ο Κώστας εγκαταστάθηκε στη γωνία των οδών 25ης Μαρτίου και Τιουσόν και το διαχειρίστηκε μέχρι το 1993. Το κατάστημα όλα αυτά τα χρόνια ήταν συγχρόνως και χρυσοχοείο. Στην αρχή, τη διεύθυνση την ανέλαβε ο γιος του Χρήστος, που από το 1969 είχε μαθητεύσει ως ρολογάς κοντά στον πατέρα του.
Στους αδελφούς Παπαδόπουλου, μαθήτευσαν τα δύο πρώτα ξαδέλφια Ιωάννης Μαυρομάτης και Ηρακλής Μυστακίδης. Ο πρώτος ως χρυσοχόος και ο δεύτερος ως ωρολογοποιός. Οι δυο τους, στα 1958, από κοινού άνοιξαν το πρώτο κατάστημα επί της οδού Τιουσόν, όπου σήμερα βρίσκεται το κατάστημα του Κων. Πάνου και το κράτησαν μόνο δύο χρόνια.
Κατόπιν, μετακόμισαν στην οδό Ασκληπιού, δίπλα στο σημερινό βιβλιοπωλείο Τοπαλίδη και παλιότερα το κατάστημα Καλκαντάρα και παρέμειναν εκεί μέχρι το 1976. Στη συνέχεια χώρισαν και ο Ιωάννης Μαυρομάτης άνοιξε κατάστημα στη γωνία των οδών Όθωνος και Βασ. Όλγας, το οποίο λειτούργησε εκεί για περίπου δέκα χρόνια. Έκτοτε και μέχρι σήμερα στεγάζεται στην οδό Γαμβέτα και συνεργάστηκε όλα αυτά τα χρόνια με το ρολογά Αχιλλέα Μπρέντα.
Ο Ηρακλής Μυστακίδης άνοιξε κατάστημα ωρολογοποιίας και χρυσοχοΐας στη γωνία Λαρίσης και 21 ης Αυγούστου, έναντι της κεντρικής πλατείας, όπου και το σημερινό. Στα 1995, μετά τη συνταξιοδότησή του, τη διεύθυνση την ανέλαβε ο γιος του Θανάσης, που το διατηρεί μέχρι σήμερα. Στα χρόνια της λειτουργίας του, το κατάστημα ανακαινίστηκε αρκετές φορές.
Κοντά στον Ηρακλή Μυστακίδη και για τέσσερα χρόνια (1963-1967) μαθήτευσε ως ωρολογοποιός ο αδελφός του Κώστας Μυστακίδης. Στη συνέχεια, για δύο χρόνια, μαθήτευσε για εξειδίκευση στην εταιρεία Ωμέγα. Για τέσσερα χρόνια, συνεργάστηκε με τον αδελφό του και το Μαυρομάτη και από το 1973 άνοιξε δικό του κατάστημα επί της οδού 28ης Οκτωβρίου, όπου είναι και το σημερινό.
Ο ωρολογοποιός Τάκης Γεωργίου καταγόταν από την Καρδίτσα και από οικογένεια ρολογάδων. Ο πατέρας του Αχιλλέας Γεωργίου, από την προπολεμική εποχή διατηρούσε μεγάλο κατάστημα ωρολογοποιίας και χρυσοχοΐας στην Καρδίτσα. Σήμερα, τα εγγόνια του διατηρούν τρία ανάλογα καταστήματα στην ίδια πόλη.
Στην Κατοχή, ο Τάκης ήρθε στα Τρίκαλα και συνεργάστηκε με τον από πολλών ετών Μετσοβίτη χρυσοχόο Κυριάκο Ποσποτίκη, που από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1910-1920 πρωτοεργάστηκε στη Λάρισα. Ύστερα από λίγα χρόνια μετακόμισε στα Τρίκαλα και συνεργάστηκε με τον επίσης χρυσοχόο Γ. Παπαστάθη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930-1940 χώρισαν και ο Ποσποτίκης εγκαταστάθηκε στο γωνιακό κατάστημα του νεοκλασικού κτιρίου, που είναι στη γωνία των οδών Τιουσόν και 28ης Οκτωβρίου, και εργάστηκε μέχρι το 1965, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Ήταν άριστος τεχνίτης στα αργυρά κοσμήματα, που συμπλήρωναν τις παραδοσιακές στολές των χωρικών. Για το σκοπό αυτό διατηρούσε και εργαστήρι στην οδό Γρ. Πατριάρχη, πλησίον του παλιού καταστήματος του Τζέτζια. Έκανε εισαγωγή ακόμα και από την Κωνσταντινούπολη, κυρίως περίφημων σαβατιών.
Ο ωρολογοποιός Τάκης Γεωργίου στα 1945 νυμφεύθηκε την κόρη του Ποσποτίκη, Παρασκευή, και έτσι έγινε και μέτοχος του καταστήματος, το οποίο έκλεισε οριστικά το 1982.
Κοντά στον Γεωργίου, από το 1946 έως το 1957 μαθήτευσε ο Βασίλειος Κρέσσος. Ο ωρολογοποιός Βησσάρης Μπουραζάνας μαθήτευσε στον Ιταλό Μπεβενίου, όταν αυτός φορούσε ακόμα τη στρατιωτική στολή, και συνεργάστηκε μαζί του μέχρι το 1957. Στη συνέχεια, για δύο χρόνια άνοιξε ωρολογοποιείο επί της οδού Ασκληπιού, για να μεταστεγαστεί κατόπιν στην οδό Στουρνάρα. Στην Πύλη, και για έξι μήνες το 1977 εργάστηκε ως ρολογάς και ο Νίκος Γκοιλέκας, ο οποίος ήρθε από την περιοχή της Λάρισας.
Ένας ακόμη από τους παλιούς ρολογάδες των Τρικάλων ήταν και ο Ευθύμιος Μιστάρας από την Καστανιά, που για περίπου μισό αιώνα, από το 1918 έως το 1970, άσκησε το επάγγελμα του ρολογά. Άνθρωπος πολυτεχνίτης, που επισκεύαζε από ιατρικά εργαλεία μέχρι και φωνόγραφους.
Στα 1912 και σε ηλικία 11 ετών πρωτοεργάστηκε στο εργοστάσιο καρ-φοβελόνων των αδελφών Παπαστεφάνου (μανάβικα) και λίγα χρόνια αργότερα στο εργοστάσιο του Σταματόπουλου στο Βόλο. Στη συνέχεια, πήγε στην Αθήνα, όπου στο γνωστό καφενείο του Κοτζιά, σε μια γωνιά, έστησε το τραπεζάκι του με τα εργαλεία του ρολογά. Τελικά, στα μέσα της δεκαετίας 1920-1930 επέστρεψε στην Καστανιά, εξασκώντας το επάγγελμα του ρολογά μέχρι το 1944, που το χωριό κάηκε από τους Γερμανούς. Στα 1945, μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του στη Λάρισα, δουλεύοντας κι εκεί ως ρολογάς μέχρι το 1970.
Μάλιστα, από το 1954 και για πολλά χρόνια ήταν και ο συντηρητής του ρολογιού της Λάρισας, που βρισκόταν πλησίον του ναού του Αγίου Αχίλλειου. Ο ίδιος, όταν βρισκόταν στην Καστανιά, κατασκεύασε το λεγόμενο “ξύλινο ρολόγι” .



Το εβραϊκό νεκροταφείο των Τρικάλων



Από την αρχαιότητα ήδη, πολλοί Εβραίοι είχαν εγκατασταθεί στον ελληνικό χώρο, ιδίως μετά τις διώξεις και εξορίες επί ρωμαϊκής εποχής. Η συγκατοίκηση είχε ως αποτέλεσμα ποικίλες πολιτιστικές και γλωσσικές επιρροές. Οι ελληνόφωνοι αυτοί Εβραίοι είναι γνωστοί με την ονομασία Ρωμανιώτες. Από τα υπάρχοντα στοιχεία δεν μας είναι γνωστός ο χρόνος της πρώτης εγκατάστασης Εβραίων στα Τρίκαλα, ωστόσο στις πηγές της βυζαντινής εποχής αναφέρονται Εβραίοι εγκατεστημένοι στη περιοχή.
Τα παραπάνω αναφέρει ο ερευνητής Νεκτάριος Κατσόγιαννος σε μελέτη του για το εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης των Τρικάλων. Όπως ο ίδιος εξηγεί, στο Χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου (1332) αναφέρεται η ιδιοκτησία του Ιουδαίου Ανάμερ, που εμφανίζεται και στο Χρυσόβουλο του Σέρβου κατακτητή της Θεσσαλίας Στέφανου Ντουσάν (1348) ως Ιουδαίος ο Αναμέρης και στο απασπασματικό Χρυσόβουλο του Νικηφόρου Β΄της Ηπείρου (1356-1358) ως Ιουδαίος ο Νάμερ Κούντ.
"Γνωρίζουμε ότι στα μέσα του 15ου αι. υπήρχε εδώ οργανωμένη εβραϊκή Κοινότητα, η οποία αυξήθηκε με τον ερχομό των Εβραίων μετά τους διωγμούς της Ισπανίας. Η εξορία μετατρέπεται σε ένα είδος μετανάστευσης, που μεταφέρει σε όλη την Ευρώπη την ανησυχία των Εβραίων, την κουλτούρα και την δημιουργικότητά τους. Σε μία παράγραφο της διαθήκης του Τουραχάν Βέη, κατακτητή της Θεσσαλίας, πριν από το 1446, αναφέρεται και η συνοικία ΓΙΟΥΚΔΗ της πόλεώς μας που στα τούρκικα θα πει Ιουδαίος. Οι Εβραίοι της πόλης των Τρικάλων κυρίως διακρίθηκαν ως τραπεζίτες, χρηματιστές, γιατροί, υφαντουργοί, νηματοποιοί, κοσμηματοποιοί και σε πολλά άλλα επαγγέλματα" σημειώνει ο κ. Κατσόγιαννος. Παλιότερα- προσθέτει- ελάχιστοι ήταν εκείνη που συνόδευαν τον νεκρό μέχρι το νεκροταφείο, όχι μόνο λόγω της απόστασης που είναι γύρω στα 1000 μ. αλλά και εξαιτίας του υψομέτρου.
Συναγωγές Στο παρελθόν, στην πόλη λειτουργούσαν τρεις συναγωγές: η ελληνική "Καλ Καντός Γιαβανίμ", η συναγωγή των "Σεφαρδίμ" και η Συναγωγή των "Εσκεναζίμ".
Το σημερινό κοιμητήριο βρίσκεται βορειοανατολικά, στις παρυφές της πόλης, σε ημιορεινό όγκο, πίσω από το κλειστό δημοτικό κολυμβητήριο. Στις αρχές του 20ου αι. με δαπάνη του ομοθρήσκου από τα Τρίκαλα Σολομών Μεγήρ έγινε η περιτοίχιση, όπου ενταφιάζονται οι ομόθρησκοι των Τρικάλων, της Καρδίτσας και των Φαρσάλων.
Αρχές δεκαετίας του 1970, επί προεδρίας του Μιχαήλ Μίμη Καμπελή, έγιναν πολλά έργα βελτίωσης του χώρου, η νέα είσοδος και ο νέος δρόμος προσπέλασης που συνέδεσε τον περιφερειακό δρόμο Τρικάλων – Ιωαννίνων με το νεκροταφείο. Τα έτη 1995 έως 1999, το νεκροταφείο λεηλατήθηκε κατ’ επανάληψη και το 70% των τάφων συλήθηκε. Όλες δε οι ταφόπλακες καταστράφηκαν από αλλεπάλληλες και συνεχείς νυχτερινές επιδρομές. Το 1997, με πρωτοβουλία του Βίκτωρα Βενουζίου ανατέθηκε στον τοπογράφο μηχανικό Κώτσιο Λεωνίδα η αποτύπωση του χώρου ως και την καταγραφή όλων των ονομάτων σύμφωνα με τις σπασμένες πλάκες και με τη συνδρομή του Ηλία Ατούν κατεγράφησαν συνολικά 371 ταφόπλακες με πλήρη στοιχεία. Σε δεύτερη φάση, με πρωτοβουλία πάλι του Β. Βενουζίου και τη συνδρομή του Οβαδία Σαμπά, μεταξύ των ετών 1999-2001 ο συνολικός αριθμός των τάφων ανέρχεται στους 915.
Η οπτική εικόνα του σημερινού εβραϊκού κοιμητηρίου, σύμφωνα με τον ερευνητή, είναι εντελώς διαφορετική από αυτή των χριστιανών. Οι τάφοι του πρώτου είναι διάσπαρτοι στον χώρο και αυτό οφείλεται στο ημιβραχώδες έδαφος. Ο Νεκτάριος Κατσόγιαννος κλείνει αυτή την αναφορά για τους Ισραηλίτες της πόλης των Τρικάλων με αποσπάσματα από το κατοχικό ημερολόγιο του Γ.Παπαϊωάννου.
17-9-1943, Παρασκευή: "Οι Ισραηλίται φοβούνται πάρα πολύ μήπως τους πιάσουν οι Γερμανοί, όπως στη Θεσσαλονίκη και τους στείλουν στην Πολωνία να δουλεύουν. Γι’ αυτό πολλοί δεν ήλθαν καθόλου και αυτοί που ήλθαν παίρνουν τα πράγματά τους οι περισσότεροι και πηγαίνουν στα μακρινά χωριά να ζήσουν, έως ότου περάσει η κατάσταση αυτή, Όλοι οι Ισραηλίται έμποροι σηκώνουν και πράγματα από τα μαγαζιά τους και τα μεταφέρουν, ή σε χωριά ή σε μαγαζιά χριστιανών διότι φοβούνται μήπως τους τα πάρουν οι Γερμανοί. Στην πόλη λίγοι Ισραηλίται έμειναν".
21-10-1943, Πέμπτη: "[…]Χθες το βράδυ, προς τα σήμερα, περάσανε από την πόλιν μας, προερχόμενοι εκ Λαρίσης, αρκετοί Γερμανοί. Τα μεσάνυχτα μείνανε λίγες ώρες στην πόλι και αργότερα φύγανε προς την Καλαμπάκα διά ενίσχυση. Στο διάστημα της παραμονής εδώ ανοίξανε τρία μαγαζιά κρυφά για να πάρουν χρήματα, δι’ αυτό σήμερα το πρωί αυτά τα μαγαζιά ευρέθησαν διαρρηγμένα και όλοι πιστεύουν ότι αυτοί τα άνοιξαν, διότι δεν τολμούσεν άλλος Έλλην να κάνει τέτοιο παρόμοιο.
Έπίσης, κατά τα μεσάνυχτα, κάηκεν και ένα Ισραηλίτικο σπίτι, του οποίου οι κάτοικοι είχαν φύγει από φόβον ένεκα των μέτρων που παίρνουν οι Γερμανοί κατά Ισραηλιτών. Το σίγουρο είναι ότι το κάψανε οι Γερμανοί". 24-3-1944, Παρασκευή: "Τη νύχτα απόψε, ξημερώνοντας προς τη σήμερον, οι Γερμανοί συνέλαβον όλους τους Ισραηλίτας που ήσαν εις την πόλιν μας. Έως τις 8 η ώρα το πρωί, από τότε δηλαδή που ήρχισεν να επιτρέπεται η κυκλοφορία των πολιτών, τους είχον φύγει ήδη και τους μετέφερον στην Λάρισα με τα αυτοκίνητα.
Πράγματα δεν τους αφήσανε να πάρουνε καθόλου μαζί τους, μόνον από ένα σακουλάκι με λίγο ψωμί. Από τη Λάρισσα κανείς δεν ξέρει που θα τους πηγαίνουν. Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές εβραϊκές οικογένειες έχουν φύγει στα χωριά όπου εγκατεστάθησαν εκεί μακριά από την πόλιν, καθώς και άλλοι Εβραίοι κοιμούνται σε πολλά σπίτια χριστιανικά. Μόνον όσοι κοιμότανε στα σπίτια τους στον εβραϊκόν μαχαλάν μόνον αυτοί συνελήφθησαν. Οι άλλοι γλύτωσαν. Πάντως οι συλληφθέντες ήσαν αρκετοί.Τα διάφορα πράγματά τους από τα σπίτια άρχισαν να τα παίρνουν οι Γερμανοί με τα αυτοκίνητα και να τα πηγαίνουν στο Κομανταντρούρ".
29-3-1944, Τετάρτη: "[….]Χθες και σήμερα, οι Γερμανοί πήγαν στα εβραϊκά σπίτια κα πήραν όσα πράγματα ήθελαν. Τα άλλα επιτρέψανε εις τους Έλληνας να τα πάρουνε. Έπαιρνε ο καθένας ό,τι πρόφταινε, ιδίως τα πιτσιρίκια και τίποτε φτωχός κόσμος. Και διά τα μαγαζιά το ίδιο θα γίνει. Δηλαδή θα τα αδειάσουν και αυτά οι Γερμανοί, διότι έχουν τα κλειδιά απ’ όλα τα εβραϊκά μαγαζιά. Σε μερικά μάλιστα κάνανε αρχή από σήμερα. Επειδή δε μαζεύονταν πολύς κόσμος απ’ έξω διά να πάρουν τίποτα πράγματα, οι Γερμανοί πυροβολούσαν στον αέρα διά να τους διαλύσουν".

News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ – ΑΜΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου